Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοκκινωπός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοκκινωπ
ός
η
κοκκινωπ
ή
το
κοκκινωπ
ό
γενική
του
κοκκινωπ
ού
της
κοκκινωπ
ής
του
κοκκινωπ
ού
αιτιατική
τον
κοκκινωπ
ό
την
κοκκινωπ
ή
το
κοκκινωπ
ό
κλητική
κοκκινωπ
έ
κοκκινωπ
ή
κοκκινωπ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοκκινωπ
οί
οι
κοκκινωπ
ές
τα
κοκκινωπ
ά
γενική
των
κοκκινωπ
ών
των
κοκκινωπ
ών
των
κοκκινωπ
ών
αιτιατική
τους
κοκκινωπ
ούς
τις
κοκκινωπ
ές
τα
κοκκινωπ
ά
κλητική
κοκκινωπ
οί
κοκκινωπ
ές
κοκκινωπ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοκκινωπός
<
κοκκιν-
+
-ωπός
Επίθετο
επεξεργασία
κοκκινωπός
(
για χρώμα
) που είναι
κάπως
κόκκινος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ερυθρωπός
Συγγενικά
επεξεργασία
κοκκινωπά
→
δείτε
τη λέξη
κόκκινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοκκινωπός
αγγλικά
:
reddish
(en)
γαλλικά
:
rougeâtre
(fr)
εσπεράντο
:
ruĝaĉa
(eo)
ισπανικά
:
rojizo
(es)
ιταλικά
:
rossastro
(it)
πολωνικά
:
czerwonawy
(pl)