Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρρόχρους < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρρόχρους

  Επίθετο επεξεργασία

πυρρόχρους, -ους, -ουν (γενική: του πυρρόχρου) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πυρρόχρους)

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πῠροχρο-
ονομαστική / πυρρόχρους τὸ πυρρόχρουν
      γενική τοῦ/τῆς πυρρόχρου τοῦ πυρρόχρου
      δοτική τῷ/τῇ πυρρόχρ τῷ πυρρόχρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρρόχρουν τὸ πυρρόχρουν
     κλητική ! πυρρόχρους πυρρόχρουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυρρόχροι τὰ πυρρόχρο
      γενική τῶν πυρρόχρων τῶν πυρρόχρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πυρρόχροις τοῖς πυρρόχροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυρρόχρους τὰ πυρρόχρο
     κλητική ! πυρρόχροι πυρρόχρο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυρρόχρω τὼ πυρρόχρω
      γεν-δοτ τοῖν πυρρόχροιν τοῖν πυρρόχροιν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
Μόνο συνηρημένο."
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρρόχρους < (πῦρ) πυρρό- + -χρους (χρόα

  Επίθετο επεξεργασία

πυρρόχρους, -ους, -ουν

  Πηγές επεξεργασία