Δείτε επίσης: πυρηφόρος, πυρφόρος

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῠροφορο-
ονομαστική πυροφόρος οἱ πυροφόροι
      γενική τοῦ πυροφόρου τῶν πυροφόρων
      δοτική τῷ πυροφόρ τοῖς πυροφόροις
    αιτιατική τὸν πυροφόρον τοὺς πυροφόρους
     κλητική ! πυροφόρε πυροφόροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυροφόρω
γεν-δοτ τοῖν  πυροφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πυροφόρος < πυρ- (πῦρ) + -φόρος (< φέρω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πῠροφόρος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  • οὐδὲ πυρφόρος
    1. οὐδὲ πυροφόρον περιγενέσθαι
    2. οὐδὲ πυρφόρος (ἐσώθη) (ολοσχερής καταστροφή, κυριολεκτικά: δε σώθηκε ούτε πυρφόρος)
      ⮡  οὐδὲ πυροφόρον θείαν Δήμητρα, ὡς μηδὲ πυρφόρον λελεῖφθαι, ὡς μηδὲ πυρφόρον ὑπολελεῖφθαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πῡροφορο-
ονομαστική / πυροφόρος τὸ πυροφόρον
      γενική τοῦ/τῆς πυροφόρου τοῦ πυροφόρου
      δοτική τῷ/τῇ πυροφόρ τῷ πυροφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυροφόρον τὸ πυροφόρον
     κλητική ! πυροφόρε πυροφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυροφόροι τὰ πυροφόρ
      γενική τῶν πυροφόρων τῶν πυροφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πυροφόροις τοῖς πυροφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυροφόρους τὰ πυροφόρ
     κλητική ! πυροφόροι πυροφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυροφόρω τὼ πυροφόρω
      γεν-δοτ τοῖν πυροφόροιν τοῖν πυροφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
πυροφόρος < πυρό(ς) + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

πῡροφόρος, -ος, -ον

  • που φέρει σιτάρι
    ※  Σόλων, Απόσπασμα 13 West, 20, @greek-language.gr, Μετάφραση Ι. Ν. Καζάζης
    γῆν κάτα πυροφόρον δηιώσας καλὰ ἔργα θεῶν ἕδος αἰπὺν ἱκάνει οὐρανόν
    στη γη που τρέφει το σιτάρι, τις όμορφες καλλιέργειες των ανθρώπων και υψώνεται ως τον υψηλό ουρανό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία