πυροφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πῠροφορο- | |||||
ονομαστική | ὁ | πυροφόρος | οἱ | πυροφόροι | |
γενική | τοῦ | πυροφόρου | τῶν | πυροφόρων | |
δοτική | τῷ | πυροφόρῳ | τοῖς | πυροφόροις | |
αιτιατική | τὸν | πυροφόρον | τοὺς | πυροφόρους | |
κλητική ὦ! | πυροφόρε | πυροφόροι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυροφόρω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πυροφόροιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπῠροφόρος, -ου αρσενικό
- που φέρνει πυρ, φωτιά
- σημείωση: ο πυροφόρος ή πυρφόρος που προπορεύονταν στις μάχες θεωρούνταν ιερό και απαραβίαστο πρόσωπο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 6.2
- ※ μηδὲ πυρφόρον τῷ ἐκείνων λόγῳ ἐκφυγόντα περιγενέσθαι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 8.2
- λαβὼν ὁ πυρφόρος πῦρ ἀπὸ τοῦ βωμοῦ προηγεῖται ἐπὶ τὰ ὅρια τῆς χώρας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
- οὐδὲ πυρφόρος
- οὐδὲ πυροφόρον περιγενέσθαι
- οὐδὲ πυρφόρος (ἐσώθη) (ολοσχερής καταστροφή, κυριολεκτικά: δε σώθηκε ούτε πυρφόρος)
- ⮡ οὐδὲ πυροφόρον θείαν Δήμητρα, ὡς μηδὲ πυρφόρον λελεῖφθαι, ὡς μηδὲ πυρφόρον ὑπολελεῖφθαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- νέα ελληνικά: ταξινομικό επίθετο, όπως για το Aphyosemion pyrophore
- ※ (καθαρεύουσα) Είδος αξιοσημείωτον της ομοιογενείας ταύτης είνε ο πυροφόρος των Αντιλλών ('Εστία, 1877, σελ. 59 [1])
Ετυμολογία 2
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
πῡροφορο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | πυροφόρος | τὸ | πυροφόρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πυροφόρου | τοῦ | πυροφόρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πυροφόρῳ | τῷ | πυροφόρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πυροφόρον | τὸ | πυροφόρον | ||
κλητική ὦ! | πυροφόρε | πυροφόρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πυροφόροι | τὰ | πυροφόρᾰ | ||
γενική | τῶν | πυροφόρων | τῶν | πυροφόρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πυροφόροις | τοῖς | πυροφόροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πυροφόρους | τὰ | πυροφόρᾰ | ||
κλητική ὦ! | πυροφόροι | πυροφόρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυροφόρω | τὼ | πυροφόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυροφόροιν | τοῖν | πυροφόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαπῡροφόρος, -ος, -ον
- που φέρει σιτάρι
- ※ Σόλων, Απόσπασμα 13 West, 20, @greek-language.gr, Μετάφραση Ι. Ν. Καζάζης
- γῆν κάτα πυροφόρον δηιώσας καλὰ ἔργα θεῶν ἕδος αἰπὺν ἱκάνει οὐρανόν
- στη γη που τρέφει το σιτάρι, τις όμορφες καλλιέργειες των ανθρώπων και υψώνεται ως τον υψηλό ουρανό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πυροφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυροφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.