πυρφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυρφόρος | η | πυρφόρος & πυρφόρα |
το | πυρφόρο |
γενική | του | πυρφόρου | της | πυρφόρου & πυρφόρας |
του | πυρφόρου |
αιτιατική | τον | πυρφόρο | την | πυρφόρο & πυρφόρα |
το | πυρφόρο |
κλητική | πυρφόρε | πυρφόρε & πυρφόρα |
πυρφόρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυρφόροι | οι | πυρφόροι & πυρφόρες |
τα | πυρφόρα |
γενική | των | πυρφόρων | των | πυρφόρων | των | πυρφόρων |
αιτιατική | τους | πυρφόρους | τις | πυρφόρους & πυρφόρες |
τα | πυρφόρα |
κλητική | πυρφόροι | πυρφόροι & πυρφόρες |
πυρφόρα | |||
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυρφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυρφόρος. Μορφολογικά αναλύεται σε πυρ- + -φόρος → δείτε τις λέξεις πῦρ και φέρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piɾˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυρ‐φό‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαπυρφόρος, -ος/-α, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρφόρος
|
Πηγές
επεξεργασία- πυρφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυρφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυρφόρος, -ος/-α, -ο
- που φέρει φωτιά
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 433 (432-433)
- ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον, | φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη·
- Κι έχει σημάδι άντρα γυμνό που κρατεί φλόγα | και λάμπ᾽ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά του
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον, | φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη·
- ο κεραυνός, τα βέλη με φωτιά
- επίθετο θεών που φέρουν φωτιά ή λοιμό ή πυρετό στους θνητούς
- ιερέας του στρατού των Λακεδαιμονίων που κρατούσε ιερή φωτιά που δεν την άφηνε να σβήσει
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 433 (432-433)
Πηγές
επεξεργασία- πυρφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυρφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.