↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρφόρος η πυρφόρος
πυρφόρα
το πυρφόρο
      γενική του πυρφόρου της πυρφόρου
πυρφόρας
του πυρφόρου
    αιτιατική τον πυρφόρο την πυρφόρο
πυρφόρα
το πυρφόρο
     κλητική πυρφόρε πυρφόρε
πυρφόρα
πυρφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρφόροι οι πυρφόροι
πυρφόρες
τα πυρφόρα
      γενική των πυρφόρων των πυρφόρων των πυρφόρων
    αιτιατική τους πυρφόρους τις πυρφόρους
πυρφόρες
τα πυρφόρα
     κλητική πυρφόροι πυρφόροι
πυρφόρες
πυρφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυρφόρος. Μορφολογικά αναλύεται σε πυρ- + -φόρος → δείτε τις λέξεις πῦρ και φέρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piɾˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρ‐φό‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρφόρος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πυρφόρος τὸ πυρφόρον
      γενική τοῦ/τῆς πυρφόρου τοῦ πυρφόρου
      δοτική τῷ/τῇ πυρφόρ τῷ πυρφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρφόρον τὸ πυρφόρον
     κλητική ! πυρφόρε πυρφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυρφόροι τὰ πυρφόρ
      γενική τῶν πυρφόρων τῶν πυρφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πυρφόροις τοῖς πυρφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυρφόρους τὰ πυρφόρ
     κλητική ! πυρφόροι πυρφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυρφόρω τὼ πυρφόρω
      γεν-δοτ τοῖν πυρφόροιν τοῖν πυρφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρφόρος < πυρ- + -φόρος → δείτε τις λέξεις πῦρ και φέρω

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρφόρος, -ος/-α, -ο