↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρώδης η πυρώδης το πυρώδες
      γενική του πυρώδους της πυρώδους του πυρώδους
    αιτιατική τον πυρώδη την πυρώδη το πυρώδες
     κλητική πυρώδη(ς) πυρώδης πυρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρώδεις οι πυρώδεις τα πυρώδη
      γενική των πυρωδών των πυρωδών των πυρωδών
    αιτιατική τους πυρώδεις τις πυρώδεις τα πυρώδη
     κλητική πυρώδεις πυρώδεις πυρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρώδης < αρχαία ελληνική πῠρώδης < πῦρ

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρώδης, -ης, -ες

  1. (λόγιο, κυριολεκτικά) που μοιάζει με φωτιά ή έχει παρόμοιο χρώμα
  2. (λόγιο, κυριολεκτικά) πύρινος, έμπυρος
  3. (λόγιο, μεταφορικά) διάπυρος, φλογερός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πυρ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρώδης < πῦρ + εἶδος

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρώδης