Ετυμολογία

επεξεργασία
calorifère < calori- + -fère

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calorifère calorifères

calorifère (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) θερμαντική συσκευή, σόμπα
     συνώνυμα: poêle

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calorifère calorifères

calorifère (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. θερμαντικός, που θερμαίνει