υποδαυλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποδαυλίζω < υπο- + δαυλ(ός) + -ίζω < μεσαιωνική ελληνική δαυλός < αρχαία ελληνική δαλός (απόδοση για τη γαλλική attiser)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pu.ðaˈvli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δαυ‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαυποδαυλίζω, πρτ.: υποδαύλιζα, στ.μέλλ.: θα υποδαυλίσω, αόρ.: υποδαύλισα, παθ.φωνή: υποδαυλίζομαι, π.αόρ.: υποδαυλίστηκα, μτχ.π.π.: υποδαυλισμένος
- πυροδοτώ έντεχνα πάθη και αναστάτωση, συχνά χωρίς να φαίνομαι, προβοκάρω, υποκινώ, επιδεινώνω μια κατάσταση προσθέτοντας ένταση, ξεσηκώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- υποδαυλίζοντας
- υποδαυλιζόμενος
- υποδαύλισμα
- υποδαυλισμένος
- υποδαύλιση
- υποδαυλιστής
- → και δείτε τις λέξεις υπό και δαυλός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποδαυλίζω | υποδαύλιζα | θα υποδαυλίζω | να υποδαυλίζω | υποδαυλίζοντας | |
β' ενικ. | υποδαυλίζεις | υποδαύλιζες | θα υποδαυλίζεις | να υποδαυλίζεις | υποδαύλιζε | |
γ' ενικ. | υποδαυλίζει | υποδαύλιζε | θα υποδαυλίζει | να υποδαυλίζει | ||
α' πληθ. | υποδαυλίζουμε | υποδαυλίζαμε | θα υποδαυλίζουμε | να υποδαυλίζουμε | ||
β' πληθ. | υποδαυλίζετε | υποδαυλίζατε | θα υποδαυλίζετε | να υποδαυλίζετε | υποδαυλίζετε | |
γ' πληθ. | υποδαυλίζουν(ε) | υποδαύλιζαν υποδαυλίζαν(ε) |
θα υποδαυλίζουν(ε) | να υποδαυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποδαύλισα | θα υποδαυλίσω | να υποδαυλίσω | υποδαυλίσει | ||
β' ενικ. | υποδαύλισες | θα υποδαυλίσεις | να υποδαυλίσεις | υποδαύλισε | ||
γ' ενικ. | υποδαύλισε | θα υποδαυλίσει | να υποδαυλίσει | |||
α' πληθ. | υποδαυλίσαμε | θα υποδαυλίσουμε | να υποδαυλίσουμε | |||
β' πληθ. | υποδαυλίσατε | θα υποδαυλίσετε | να υποδαυλίσετε | υποδαυλίστε | ||
γ' πληθ. | υποδαύλισαν υποδαυλίσαν(ε) |
θα υποδαυλίσουν(ε) | να υποδαυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποδαυλίσει | είχα υποδαυλίσει | θα έχω υποδαυλίσει | να έχω υποδαυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποδαυλίσει | είχες υποδαυλίσει | θα έχεις υποδαυλίσει | να έχεις υποδαυλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποδαυλίσει | είχε υποδαυλίσει | θα έχει υποδαυλίσει | να έχει υποδαυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποδαυλίσει | είχαμε υποδαυλίσει | θα έχουμε υποδαυλίσει | να έχουμε υποδαυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποδαυλίσει | είχατε υποδαυλίσει | θα έχετε υποδαυλίσει | να έχετε υποδαυλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποδαυλίσει | είχαν υποδαυλίσει | θα έχουν υποδαυλίσει | να έχουν υποδαυλίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποδαυλίζομαι | υποδαυλιζόμουν(α) | θα υποδαυλίζομαι | να υποδαυλίζομαι | ||
β' ενικ. | υποδαυλίζεσαι | υποδαυλιζόσουν(α) | θα υποδαυλίζεσαι | να υποδαυλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | υποδαυλίζεται | υποδαυλιζόταν(ε) | θα υποδαυλίζεται | να υποδαυλίζεται | ||
α' πληθ. | υποδαυλιζόμαστε | υποδαυλιζόμαστε υποδαυλιζόμασταν |
θα υποδαυλιζόμαστε | να υποδαυλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | υποδαυλίζεστε | υποδαυλιζόσαστε υποδαυλιζόσασταν |
θα υποδαυλίζεστε | να υποδαυλίζεστε | (υποδαυλίζεστε) | |
γ' πληθ. | υποδαυλίζονται | υποδαυλίζονταν υποδαυλιζόντουσαν |
θα υποδαυλίζονται | να υποδαυλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποδαυλίστηκα | θα υποδαυλιστώ | να υποδαυλιστώ | υποδαυλιστεί | ||
β' ενικ. | υποδαυλίστηκες | θα υποδαυλιστείς | να υποδαυλιστείς | υποδαυλίσου | ||
γ' ενικ. | υποδαυλίστηκε | θα υποδαυλιστεί | να υποδαυλιστεί | |||
α' πληθ. | υποδαυλιστήκαμε | θα υποδαυλιστούμε | να υποδαυλιστούμε | |||
β' πληθ. | υποδαυλιστήκατε | θα υποδαυλιστείτε | να υποδαυλιστείτε | υποδαυλιστείτε | ||
γ' πληθ. | υποδαυλίστηκαν υποδαυλιστήκαν(ε) |
θα υποδαυλιστούν(ε) | να υποδαυλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποδαυλιστεί | είχα υποδαυλιστεί | θα έχω υποδαυλιστεί | να έχω υποδαυλιστεί | υποδαυλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις υποδαυλιστεί | είχες υποδαυλιστεί | θα έχεις υποδαυλιστεί | να έχεις υποδαυλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποδαυλιστεί | είχε υποδαυλιστεί | θα έχει υποδαυλιστεί | να έχει υποδαυλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποδαυλιστεί | είχαμε υποδαυλιστεί | θα έχουμε υποδαυλιστεί | να έχουμε υποδαυλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποδαυλιστεί | είχατε υποδαυλιστεί | θα έχετε υποδαυλιστεί | να έχετε υποδαυλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποδαυλιστεί | είχαν υποδαυλιστεί | θα έχουν υποδαυλιστεί | να έχουν υποδαυλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υποδαυλισμένος - είμαστε, είστε, είναι υποδαυλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υποδαυλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υποδαυλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υποδαυλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υποδαυλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υποδαυλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υποδαυλισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποδαυλίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υποδαυλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας