υποδαυλίζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποδαυλίζω < υπο- + δαυλός + -ίζω < μεσαιωνική ελληνική δαυλός < αρχαία ελληνική δαλός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική attiser)
ΡήμαΕπεξεργασία
υποδαυλίζω, πρτ.: υποδαύλιζα, στ.μέλλ.: θα υποδαυλίσω, αόρ.: υποδαύλισα, μτχ.π.π.: υποδαυλισμένος
- πυροδοτώ έντεχνα πάθη και αναστάτωση, συχνά χωρίς να φαίνομαι, προβοκάρω, υποκινώ, επιδεινώνω μια κατάσταση προσθέτοντας ένταση, ξεσηκώνω
Επεξεργασία
- υποδαυλίζοντας
- υποδαυλιζόμενος
- υποδαύλισμα
- υποδαυλισμένος
- υποδαύλιση
- υποδαυλιστής
- → δείτε τις λέξεις υπό και δαυλός
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποδαυλίζω | υποδαύλιζα | θα υποδαυλίζω | να υποδαυλίζω | υποδαυλίζοντας | |
β' ενικ. | υποδαυλίζεις | υποδαύλιζες | θα υποδαυλίζεις | να υποδαυλίζεις | υποδαύλιζε | |
γ' ενικ. | υποδαυλίζει | υποδαύλιζε | θα υποδαυλίζει | να υποδαυλίζει | ||
α' πληθ. | υποδαυλίζουμε | υποδαυλίζαμε | θα υποδαυλίζουμε | να υποδαυλίζουμε | ||
β' πληθ. | υποδαυλίζετε | υποδαυλίζατε | θα υποδαυλίζετε | να υποδαυλίζετε | υποδαυλίζετε | |
γ' πληθ. | υποδαυλίζουν(ε) | υποδαύλιζαν υποδαυλίζαν(ε) |
θα υποδαυλίζουν(ε) | να υποδαυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποδαύλισα | θα υποδαυλίσω | να υποδαυλίσω | υποδαυλίσει | ||
β' ενικ. | υποδαύλισες | θα υποδαυλίσεις | να υποδαυλίσεις | υποδαύλισε | ||
γ' ενικ. | υποδαύλισε | θα υποδαυλίσει | να υποδαυλίσει | |||
α' πληθ. | υποδαυλίσαμε | θα υποδαυλίσουμε | να υποδαυλίσουμε | |||
β' πληθ. | υποδαυλίσατε | θα υποδαυλίσετε | να υποδαυλίσετε | υποδαυλίστε | ||
γ' πληθ. | υποδαύλισαν υποδαυλίσαν(ε) |
θα υποδαυλίσουν(ε) | να υποδαυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποδαυλίσει | είχα υποδαυλίσει | θα έχω υποδαυλίσει | να έχω υποδαυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποδαυλίσει | είχες υποδαυλίσει | θα έχεις υποδαυλίσει | να έχεις υποδαυλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποδαυλίσει | είχε υποδαυλίσει | θα έχει υποδαυλίσει | να έχει υποδαυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποδαυλίσει | είχαμε υποδαυλίσει | θα έχουμε υποδαυλίσει | να έχουμε υποδαυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποδαυλίσει | είχατε υποδαυλίσει | θα έχετε υποδαυλίσει | να έχετε υποδαυλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποδαυλίσει | είχαν υποδαυλίσει | θα έχουν υποδαυλίσει | να έχουν υποδαυλίσει |
|