Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποδαυλίζω < υπο- + δαυλ(ός) + -ίζω < μεσαιωνική ελληνική δαυλός < αρχαία ελληνική δαλός (απόδοση για τη γαλλική attiser)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pu.ðaˈvli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐δαυ‐λί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

υποδαυλίζω, πρτ.: υποδαύλιζα, στ.μέλλ.: θα υποδαυλίσω, αόρ.: υποδαύλισα, παθ.φωνή: υποδαυλίζομαι, π.αόρ.: υποδαυλίστηκα, μτχ.π.π.: υποδαυλισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία