Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποδαυλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υποδαυλισμέν
ος
η
υποδαυλισμέν
η
το
υποδαυλισμέν
ο
γενική
του
υποδαυλισμέν
ου
της
υποδαυλισμέν
ης
του
υποδαυλισμέν
ου
αιτιατική
τον
υποδαυλισμέν
ο
την
υποδαυλισμέν
η
το
υποδαυλισμέν
ο
κλητική
υποδαυλισμέν
ε
υποδαυλισμέν
η
υποδαυλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υποδαυλισμέν
οι
οι
υποδαυλισμέν
ες
τα
υποδαυλισμέν
α
γενική
των
υποδαυλισμέν
ων
των
υποδαυλισμέν
ων
των
υποδαυλισμέν
ων
αιτιατική
τους
υποδαυλισμέν
ους
τις
υποδαυλισμέν
ες
τα
υποδαυλισμέν
α
κλητική
υποδαυλισμέν
οι
υποδαυλισμέν
ες
υποδαυλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υποδαυλισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υποδαυλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποδαυλισμένος
γαλλικά
:
attisé
(fr)