ενικός         πληθυντικός  
torche torches

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

torche (fr) θηλυκό

  1. (τεχνολογία) αχυρένια προστασία λαξευτών λίθων
  2. ο δαυλός, το δαδί, η δάδα

Εκφράσεις

επεξεργασία