αχυρένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αχυρένιος | η | αχυρένια | το | αχυρένιο |
γενική | του | αχυρένιου | της | αχυρένιας | του | αχυρένιου |
αιτιατική | τον | αχυρένιο | την | αχυρένια | το | αχυρένιο |
κλητική | αχυρένιε | αχυρένια | αχυρένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αχυρένιοι | οι | αχυρένιες | τα | αχυρένια |
γενική | των | αχυρένιων | των | αχυρένιων | των | αχυρένιων |
αιτιατική | τους | αχυρένιους | τις | αχυρένιες | τα | αχυρένια |
κλητική | αχυρένιοι | αχυρένιες | αχυρένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.çiˈɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χυ‐ρέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίααχυρένιος, -α, -ο
- που έχει κατασκευαστεί από άχυρο