ενικός         πληθυντικός  
tea teas
Συνήθως στον ενικό.

Ετυμολογία

επεξεργασία
tea < (άμεσο δάνειο) ολλανδική thee < μαλαϊκή teh < κινεζική ((chá) από τη διάλεκτο min-nan: tê).

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tea (en)

  • (ποτό) το τσάι
      Would you like a cup of tea?
    θα θέλατε/θα ήθελες ένα (φλυτζάνι) τσάι;



Ετυμολογία

επεξεργασία
tea < (άμεσο δάνειο) ολλανδική thee < μαλαϊκή teh < κινεζική ((chá) από τη διάλεκτο min-nan: tê).

Ουσιαστικό

επεξεργασία