πασιφανής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πασιφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πασιφανής[1] < πᾶσι (δοτική πληθυντικού του πᾶς) + φαν- (< φαίνω/φαίνομαι) + -ής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πασιφανής
- (λόγιο) ολοφάνερος, φανερός σε όλους
Επεξεργασία
- πασιφανώς (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις πας και φαίνομαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πασιφανής
|
Επεξεργασία
- ↑ «πασιφανής» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.