πασιφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πασιφανής | η | πασιφανής | το | πασιφανές |
γενική | του | πασιφανούς* | της | πασιφανούς | του | πασιφανούς |
αιτιατική | τον | πασιφανή | την | πασιφανή | το | πασιφανές |
κλητική | πασιφανή(ς) | πασιφανής | πασιφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πασιφανείς | οι | πασιφανείς | τα | πασιφανή |
γενική | των | πασιφανών | των | πασιφανών | των | πασιφανών |
αιτιατική | τους | πασιφανείς | τις | πασιφανείς | τα | πασιφανή |
κλητική | πασιφανείς | πασιφανείς | πασιφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πασιφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πασιφανής[1] < πᾶσι (δοτική πληθυντικού του πᾶς) + φαν- (< φαίνω/φαίνομαι) + -ής
Επίθετο
επεξεργασία
πασιφανής
- (λόγιο) ολοφάνερος, φανερός σε όλους
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πασιφανής
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πασιφανής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας