πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πασιφανής η πασιφανής το πασιφανές
      γενική του πασιφανούς* της πασιφανούς του πασιφανούς
    αιτιατική τον πασιφανή την πασιφανή το πασιφανές
     κλητική πασιφανή(ς) πασιφανής πασιφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πασιφανείς οι πασιφανείς τα πασιφανή
      γενική των πασιφανών των πασιφανών των πασιφανών
    αιτιατική τους πασιφανείς τις πασιφανείς τα πασιφανή
     κλητική πασιφανείς πασιφανείς πασιφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
πασιφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πασιφανής[1] < πᾶσι (δοτική πληθυντικού του πᾶς) + φαν- (< φαίνω/φαίνομαι) + -ής

πασιφανής

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις πας και φαίνομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία