Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασιφανώς < πασιφανής + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

πασιφανώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία