Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πασιφανώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πασιφανώς
<
πασιφανής
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
πασιφανώς
(
λόγιο
) με
πασιφανή
τρόπο
,
ολοφάνερα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πασιφανώς
→
δείτε
τη λέξη
ολοφάνερα