φανή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φᾰνή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφᾰνή θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφᾱνή
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φανός
Δείτε επίσης : Φανή, φανῇ |
φᾰνή θηλυκό
φᾱνή