Το πάνω μέρος ενός φανοστάτη στη Γερμανία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανοστάτης οι φανοστάτες
      γενική του φανοστάτη των φανοστατών
    αιτιατική τον φανοστάτη τους φανοστάτες
     κλητική φανοστάτη φανοστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φανοστάτης < φανός + -στάτης ( < ἵστημι)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φανοστάτης αρσενικό

  1. η κολόνα στην οποία στηρίζεται ένα φως, μια λάμπα για φωτισμό κυρίως δημόσιων χώρων
  2. φανός, τύπος οδικού φανού, το φωτιστικό εξωτερικού χώρου σε κολόνα (συνολικά, όλο μαζί)

Μεταφράσεις

επεξεργασία