Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lamppost
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
lamppost
lampposts
Ετυμολογία
επεξεργασία
lamppost
<
lamp
+
post
Ουσιαστικό
επεξεργασία
lamppost
(en)
ο
φανοστάτης
, η
κολόνα
στην οποία στηρίζεται ένα
φως
⮡
The car only just cleared the
lamppost
.
Το αυτοκίνητο παρά τρίχα να χτυπήσει το
φανοστάτη
.
≈
συνώνυμα
:
lightpost
Άλλες μορφές
επεξεργασία
lamp post