-στάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -στάτης | οι | -στάτες |
γενική | του | -στάτη | των | -στατών |
αιτιατική | τον | -στάτη | τους | -στάτες |
κλητική | -στάτη | -στάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -στάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -στάτης < -στάσις < ἵσταμαι και (λόγιο δάνειο) διεθνής ορολογία -stat[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -στά‐της
Επίθημα επεξεργασία
-στάτης αρσενικό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-στάτης" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -στάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)