↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραστάτης οι παραστάτες
      γενική του παραστάτη των παραστατών
    αιτιατική τον παραστάτη τους παραστάτες
     κλητική παραστάτη παραστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραστάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραστάτης < παρίσταμαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραστάτης αρσενικό θηλυκό: παραστάτρια / παραστάτιδα)

  1. που στέκεται δίπλα
  2. o συμπαραστάτης
  3. η παραστάδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραστάτης οἱ παραστάται
      γενική τοῦ παραστάτου τῶν παραστατῶν
      δοτική τῷ παραστάτ τοῖς παραστάταις
    αιτιατική τὸν παραστάτην τοὺς παραστάτᾱς
     κλητική ! παραστάτ παραστάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραστάτ
γεν-δοτ τοῖν  παραστάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραστάτης < παρίσταμαι < παρα- + ἵσταμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἵστημι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραστάτης [στᾰ] αρσενικό (θηλυκό: παραστάτις)

  1. που στέκεται δίπλα
  2. βοηθός, συμπαραστάτης, υπερασπιστής
  3. συστρατιώτης, συμπολεμιστής