Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραστάδα οι παραστάδες
      γενική της παραστάδας των παραστάδων
    αιτιατική την παραστάδα τις παραστάδες
     κλητική παραστάδα παραστάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραστάδα < αρχαία ελληνική παραστάς < παρά + ἵσταμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραστάδα θηλυκό

  1. δοκός στα πλαϊνά της πόρτας
  2. (αρχιτεκτονική) δοκάρι ή κολόνα τετράγωνου σχήματος εκατέρωθεν ενός ανοίγματος του κτηρίου (πόρτα, παράθυρο) ως δομικό ή διακοσμητικό στοιχείο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία