Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραστάς αἱ παραστάδες
      γενική τῆς παραστάδος τῶν παραστάδων
      δοτική τῇ παραστάδ ταῖς παραστάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παραστάδ τὰς παραστάδᾰς
     κλητική ! παραστάς παραστάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραστάδε
γεν-δοτ τοῖν  παραστάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παραστάς < παρίσταμαι < παρα- + ἵσταμαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραστάς θηλυκό

  1. αυτή που στέκεται δίπλα
  2. παραστάδα
    ὥσπερ γὰρ εἴ τις εἰς οἶκον εἰσίοι, πάντως καὶ τὴν παραστάδα καὶ τὴν φλιὰν καὶ τὸ ὑπέρθυρον βλέπει, ἀλλ' οὐ διὰ ταῦτα εἴσεισιν, οὕτως οὐκ ἀπὸ τούτων τὴν κρίσιν ποιητέον, ἀλλ' ἀπ' αὐτοῦ τοῦ οἴκου. (Αρτεμίδωρος, Ονειροκριτικά, 4, 42, 2-6)
  3. οι επιμήκεις όρθιες ξύλινες ή μαρμάρινες κατασκευές εκατέρωθεν της θύρας
  4. (στον πληθυντικό) παραστάδες: οι τετράγωνοι στύλοι στους οποίους απολήγει ο τοίχος ναών στον πρόναο
  5. (στον πληθυντικό) παραστάδες:: κιονοστοιχία, στοά οικίας ή ναού
     συνώνυμα: προστῷον

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παραστᾱ́ς παραστᾶσ τὸ παραστᾰ́ν
      γενική τοῦ παραστᾰ́ντος τῆς παραστᾱ́σης τοῦ παραστᾰ́ντος
      δοτική τῷ παραστᾰ́ντ τῇ παραστᾱ́σ τῷ παραστᾰ́ντ
    αιτιατική τὸν παραστᾰ́ντ τὴν παραστᾶσᾰν τὸ παραστᾰ́ν
     κλητική ! παραστᾱ́ς παραστᾶσ παραστᾰ́ν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παραστᾰ́ντες αἱ παραστᾶσαι τὰ παραστᾰ́ντ
      γενική τῶν παραστᾰ́ντων τῶν παραστᾱσῶν τῶν παραστᾰ́ντων
      δοτική τοῖς παραστᾶσῐ(ν) ταῖς παραστᾱ́σαις τοῖς παραστᾶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς παραστᾰ́ντᾰς τὰς παραστᾱ́σᾱς τὰ παραστᾰ́ντ
     κλητική ! παραστᾰ́ντες παραστᾶσαι παραστᾰ́ντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παραστᾰ́ντε τὼ παραστᾱ́σ τὼ παραστᾰ́ντε
      γεν-δοτ τοῖν παραστᾰ́ντοιν τοῖν παραστᾱ́σαιν τοῖν παραστᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'στάς' όπως «στάς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
παραστάς < ρηματικός τύπος → δείτε τη λέξη στάς

παραστάς