προστῷον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | προστῷον | τὰ | προστῷᾰ |
γενική | τοῦ | προστῴου | τῶν | προστῴων |
δοτική | τῷ | προστῴῳ | τοῖς | προστῴοις |
αιτιατική | τὸ | προστῷον | τὰ | προστῷᾰ |
κλητική ὦ! | προστῷον | προστῷᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προστῴω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προστῴοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προστῷον < προΐσταμαι < προ- + ἵσταμαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροστῷον
- (αρχιτεκτονική) το μέρος ενός οικοδομήματος μπροστά από στοά
- ※ ἐπειδὴ δὲ εἰσήλθομεν, κατελάβομεν Πρωταγόραν ἐν τῷ προστῴῳ περιπατοῦντα (Πλάτων, Πρωταγόρας, 314e)
Πηγές
επεξεργασία- προστῷον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προστῷον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.