γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική στᾱ́ς στᾶσ τὸ στᾰ́ν
      γενική τοῦ στᾰ́ντος τῆς στᾱ́σης τοῦ στᾰ́ντος
      δοτική τῷ στᾰ́ντ τῇ στᾱ́σ τῷ στᾰ́ντ
    αιτιατική τὸν στᾰ́ντ τὴν στᾶσᾰν τὸ στᾰ́ν
     κλητική ! στᾱ́ς στᾶσ στᾰ́ν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στᾰ́ντες αἱ στᾶσαι τὰ στᾰ́ντ
      γενική τῶν στᾰ́ντων τῶν στᾱσῶν τῶν στᾰ́ντων
      δοτική τοῖς στᾶσῐ(ν) ταῖς στᾱ́σαις τοῖς στᾶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς στᾰ́ντᾰς τὰς στᾱ́σᾱς τὰ στᾰ́ντ
     κλητική ! στᾰ́ντες στᾶσαι στᾰ́ντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στᾰ́ντε τὼ στᾱ́σ τὼ στᾰ́ντε
      γεν-δοτ τοῖν στᾰ́ντοιν τοῖν στᾱ́σαιν τοῖν στᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'στάς' όπως «στάς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

στάς, στᾶσα, στάν