Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
στᾱ́
ς
ἡ
στᾶσ
ᾰ
τὸ
στᾰ́ν
γενική
τοῦ
στᾰ́ντ
ος
τῆς
στᾱ́σ
ης
τοῦ
στᾰ́ντ
ος
δοτική
τῷ
στᾰ́ντ
ῐ
τῇ
στᾱ́σ
ῃ
τῷ
στᾰ́ντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
στᾰ́ντ
ᾰ
τὴν
στᾶσ
ᾰν
τὸ
στᾰ́ν
κλητική
ὦ
!
στᾱ́
ς
στᾶσ
ᾰ
στᾰ́ν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
στᾰ́ντ
ες
αἱ
στᾶσ
αι
τὰ
στᾰ́ντ
ᾰ
γενική
τῶν
στᾰ́ντ
ων
τῶν
στᾱσ
ῶν
τῶν
στᾰ́ντ
ων
δοτική
τοῖς
στᾶ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
στᾱ́σ
αις
τοῖς
στᾶ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
στᾰ́ντ
ᾰς
τὰς
στᾱ́σ
ᾱς
τὰ
στᾰ́ντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
στᾰ́ντ
ες
στᾶσ
αι
στᾰ́ντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
στᾰ́ντ
ε
τὼ
στᾱ́σ
ᾱ
τὼ
στᾰ́ντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
στᾰ́ντ
οιν
τοῖν
στᾱ́σ
αιν
τοῖν
στᾰ́ντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'στάς'
όπως «
στάς
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
στάς, στᾶσα, στάν
μετοχή
ενεργητικού
αορίστου
(
ἔστην
)
του ρήματος
ἵστημι