Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θερμοστάτης οι θερμοστάτες
      γενική του θερμοστάτη των θερμοστατών
    αιτιατική τον θερμοστάτη τους θερμοστάτες
     κλητική θερμοστάτη θερμοστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοστάτης < θερμο- + -στάτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.moˈsta.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐στά‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοστάτης αρσενικό

  • συσκευή που ελέγχει τη θερμοκρασία ενός συστήματος και, όταν αυτή φτάσει ή ξεπεράσει ένα ορισμένο κατώτατο ή ανώτατο όριο, θέτει σε λειτουργία ή σταματά έναν μηχανισμό
    είχα βάλει το θερμοστάτη του καλοριφέρ στους 18 βαθμούς αλλά είχε χαλάσει και δεν άναβε με τίποτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία