ροοστάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ροοστάτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rheostat < αρχαία ελληνική ῥέω + -στάτης ( < ἵστημι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροοστάτης αρσενικό και ρεοστάτης
- (ηλεκτρολογία) μεταβλητή αντίσταση που παρεμβάλλεται σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα για να μεταβάλλει την έντασή του
Συνώνυμα επεξεργασία
- ποτενσιόμετρο (στην περίπτωση που η συνδεσμολογία είναι τέτοια ώστε να μεταβάλλει την τάση και όχι την ένταση)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ροοστάτης