συνδεσμολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδεσμολογία < σύνδεσμ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνδεσμολογία θηλυκό
συνδεσμολογία θηλυκό