↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδεσμολογία οι συνδεσμολογίες
      γενική της συνδεσμολογίας των συνδεσμολογιών
    αιτιατική τη συνδεσμολογία τις συνδεσμολογίες
     κλητική συνδεσμολογία συνδεσμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνδεσμολογία < σύνδεσμ(ος) + -ο- + -λογία / για τη λέξη που αφορά την ανατομική: (λόγιο δάνειο) γαλλική syndesmologie

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνδεσμολογία θηλυκό

  1. τρόπος / μέθοδος σύνδεσης, κυρίως με αναφορά σε κυκλώματα (π.χ. ηλεκτρικά / υδραυλικά κυκλώματα) ή κατασκευές
    ※  Συνδεσμολογία: Ο αγωγός φάσης L συνδέεται στη μία επαφή του διακόπτη, η δεύτερη επαφή του διακόπτη συνδέεται με τη μία επαφή του φωτιστικού σημείου, ενώ στην άλλη επαφή του φωτιστικού σημείου συνδέεται ο ουδέτερος αγωγός. (Συνδεσμολογία απλού φωτιστικού σημείου που ελέγχεται από απλό διακόπτη, fadamidou.sites.sch.gr, ανακτήθηκε στις 22/6/2024 [1] )
    ※  Ένα κύκλωμα μπορεί να περιλαμβάνει πολλές αντιστάσεις, συνδεδεμένες μεταξύ τους με διάφορους τρόπους: σε σειρά, σε παράλληλη σύνδεση ή κατά διακλάδωση και σε σειρά και παράλληλα (μικτή συνδεσμολογία). (Λαμπρινή Ε. Ντούσκα, Μαθήματα Φυσικής για Πλοιάρχους ΙΙ, Συνδεσμολογία αντιστάσεων, maredu.hcg.gr, ανακτήθηκε στις 22/6/2024 [2])
  2. (ιατρική) η μελέτη των συνδέσμων των αρθρώσεων
    ※  Ερειστικό σύστημα: ΟστεολογίαΜυολογία - Συνδεσμολογία (Περίγραμμα Μαθήματος: Ανατομία Ι, Οδηγοί Σπουδών Προηγούμενων Ακαδημαϊκών Ετών/Περιγραφή Μαθημάτων 2018-2019, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Πλατφόρμα Τηλεκπαίδευσης, eclass.duth.gr, ανακτήθηκε στις 22/6/2024 [3])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία