Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδεσμολογία οι συνδεσμολογίες
      γενική της συνδεσμολογίας των συνδεσμολογιών
    αιτιατική τη συνδεσμολογία τις συνδεσμολογίες
     κλητική συνδεσμολογία συνδεσμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδεσμολογία < σύνδεσμ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνδεσμολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία