Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυολογία οι μυολογίες
      γενική της μυολογίας των μυολογιών
    αιτιατική τη μυολογία τις μυολογίες
     κλητική μυολογία μυολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυολογία < μυό(ς) + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυολογία θηλυκό

  • η επιστήμη που ασχολείται με τους μύωνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία