Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεολογία οι οστεολογίες
      γενική της οστεολογίας των οστεολογιών
    αιτιατική την οστεολογία τις οστεολογίες
     κλητική οστεολογία οστεολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀστεολογία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ste.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐στε‐ο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεολογία θηλυκό

  • (ιατρική) τομέας της ιατρικής που ασχολείται με την μελέτη, την θεραπεία και την αποκατάσταση των οστών

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία