οστεολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οστεολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀστεολογία[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ste.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐στε‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
οστεολογία θηλυκό
- (ιατρική) τομέας της ιατρικής που ασχολείται με την μελέτη, την θεραπεία και την αποκατάσταση των οστών
Μεταφράσεις επεξεργασία
οστεολογία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ οστεολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας