αρθρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααρθρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρθρώνω
- θα αρθρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρθρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααρθρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άρθρωση