↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροοστατικός η ροοστατική το ροοστατικό
      γενική του ροοστατικού της ροοστατικής του ροοστατικού
    αιτιατική τον ροοστατικό τη ροοστατική το ροοστατικό
     κλητική ροοστατικέ ροοστατική ροοστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροοστατικοί οι ροοστατικές τα ροοστατικά
      γενική των ροοστατικών των ροοστατικών των ροοστατικών
    αιτιατική τους ροοστατικούς τις ροοστατικές τα ροοστατικά
     κλητική ροοστατικοί ροοστατικές ροοστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ροοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rheostatic < rheostat < αρχαία ελληνική ῥέω + -στάτης ( < ἵστημι)

  Επίθετο

επεξεργασία

ροοστατικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία