Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλεκτρικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ηλεκτρικός, (εννοείται το ουσιαστικό ρεύμα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.le.ktɾiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λε‐κτρι‐κό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλεκτρικό ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ηλεκτρικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία