Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποτενσιόμετρο τα ποτενσιόμετρα
      γενική του ποτενσιόμετρου
ποτενσιομέτρου
των ποτενσιόμετρων
ποτενσιομέτρων
    αιτιατική το ποτενσιόμετρο τα ποτενσιόμετρα
     κλητική ποτενσιόμετρο ποτενσιόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποτενσιόμετρο < από το γαλλικό potensiomètre

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποτενσιόμετρο ουδέτερο

  1. αναλογικό ή ηλεκτρονικό εξάρτημα, που χρησιμοποιείται κυρίως για τον έλεγχο της έντασης του ήχου, του τόνου κ.λπ. ενός ηχητικού σήματος
  2. ο ροοστάτης
  3. όργανο μέτρησης της ηλεκτρεγερτικής δύναμης και τάσης


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία