ποτενσιόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποτενσιόμετρο | τα | ποτενσιόμετρα |
γενική | του | ποτενσιόμετρου & ποτενσιομέτρου |
των | ποτενσιόμετρων & ποτενσιομέτρων |
αιτιατική | το | ποτενσιόμετρο | τα | ποτενσιόμετρα |
κλητική | ποτενσιόμετρο | ποτενσιόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποτενσιόμετρο < από το γαλλικό potensiomètre
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποτενσιόμετρο ουδέτερο
- αναλογικό ή ηλεκτρονικό εξάρτημα, που χρησιμοποιείται κυρίως για τον έλεγχο της έντασης του ήχου, του τόνου κ.λπ. ενός ηχητικού σήματος
- ο ροοστάτης
- όργανο μέτρησης της ηλεκτρεγερτικής δύναμης και τάσης
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποτενσιόμετρο