potensiomètre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- potensiomètre < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
potensiomètre | potensiomètres |
potensiomètre (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
potensiomètre | potensiomètres |
potensiomètre (fr) αρσενικό