Δείτε επίσης: Φανής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φάνης οι Φάνηδες
      γενική του Φάνη των Φάνηδων
    αιτιατική τον Φάνη τους Φάνηδες
     κλητική Φάνη Φάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Φάνης < Θεοφάνης ή Φανούρης / Φανούριος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfa.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φά‐νης
παρώνυμο: φάντης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φάνης αρσενικό (θηλυκό Φανή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φάνης
      γενική τοῦ Φάνητος
      δοτική τῷ Φάνητ
Φάν
    αιτιατική τὸν Φάνητ
     κλητική ! Φάνης
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Φάνης < φαίνω φαν-

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φάνης αρσενικό