Θεοφάνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θεοφάνης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Θεοφάνης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.oˈfa.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θε‐ο‐φά‐νης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεοφάνης αρσενικό (θηλυκό Θεοφανία)
Παράγωγα
επεξεργασίαεπώνυμα:
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Θεοφάνης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Θεοφᾰνεσ- | ||||||||
3η κλίση | ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση | |||||||
ονομαστική | ὁ | Θεοφάνης | οἱ | Θεοφάναι1 | ||||
γενική | τοῦ | Θεοφάνους | τῶν | Θεοφανῶν | ||||
δοτική | τῷ | Θεοφάνει | τοῖς | Θεοφάναις | ||||
αιτιατική | τὸν | Θεοφάνη & Θεοφάνην1 |
τοὺς | Θεοφάνᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Θεόφανες | Θεοφάναι | ||||||
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης». Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θεοφάνης < θεοφανής με (μετακίνηση τόνου) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < αρχαία ελληνική (θεός) θεο- + -φανής (φαίνω)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεοφᾰ́νης αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Θεοφάνης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.