Δείτε επίσης: θεοφανής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θεοφάνης οι Θεοφάνηδες
      γενική του Θεοφάνη των Θεοφάνηδων
    αιτιατική τον Θεοφάνη τους Θεοφάνηδες
     κλητική Θεοφάνη Θεοφάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεοφάνης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Θεοφάνης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεοφάνης αρσενικό (θηλυκό Θεοφανία)

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Θεοφᾰνεσ-
3η κλίση ετερόκλιτο: κατά την 1η κλίση
ονομαστική Θεοφάνης οἱ Θεοφάναι1
      γενική τοῦ Θεοφάνους τῶν Θεοφανῶν
      δοτική τῷ Θεοφάνει τοῖς Θεοφάναις
    αιτιατική τὸν Θεοφάνη
Θεοφάνην1
τοὺς Θεοφάνᾱς
     κλητική ! Θεόφανες Θεοφάναι
1Κατά την 1η κλίση. Αν σχηματιστεί πληθυντικός, όλες οι πτώσεις
κατά την 1η κλίση, όπως «στρατιώτης».
Δε μαρτυρείται δυικός αριθμός.
3η κλίση, Κατηγορία 'Σωκράτης' όπως «Σωκράτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεοφάνης < θεοφανής με (μετακίνηση τόνου) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < αρχαία ελληνική (θεός) θεο- + -φανής (φαίνω)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεοφᾰ́νης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία