Θεοφανώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θεοφανώ | ||
γενική | της | Θεοφανώς | ||
αιτιατική | τη | Θεοφανώ | ||
κλητική | Θεοφανώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θεοφανώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Θεοφανώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.o.faˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θε‐ο‐φα‐νώ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεοφανώ θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θεοφανώ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεοφανώ θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Θεοφανώ στη Βικιπαίδεια αυτοκράτειρα, 10ος αιώνας