↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Θεοφανώ
      γενική της Θεοφανώς
    αιτιατική τη Θεοφανώ
     κλητική Θεοφανώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Θεοφανώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Θεοφανώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θe.o.faˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θε‐ο‐φα‐νώ

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θεοφανώ θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα, θηλυκό του Θεοφάνης
  2. (ιστορία) αυτοκράτειρες και μέλη της βυζαντινής αυλής

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Θεοφανώ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θεοφανώ θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία