ορφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ορφικός | η | ορφική | το | ορφικό |
γενική | του | ορφικού | της | ορφικής | του | ορφικού |
αιτιατική | τον | ορφικό | την | ορφική | το | ορφικό |
κλητική | ορφικέ | ορφική | ορφικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ορφικοί | οι | ορφικές | τα | ορφικά |
γενική | των | ορφικών | των | ορφικών | των | ορφικών |
αιτιατική | τους | ορφικούς | τις | ορφικές | τα | ορφικά |
κλητική | ορφικοί | ορφικές | ορφικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορφικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαορφικός
- σχετικός με τον Ορφέα