φανοποιείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fa.no.piˈi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νο‐ποι‐εί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φανοποιείο ουδέτερο
- (επίσημο) συνώνυμο του φαναρτζίδικο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φανοποιείο
|