zingueur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
zingueur | zingueurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
zingueur (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη zinc
ενικός | πληθυντικός |
zingueur | zingueurs |
zingueur (fr) αρσενικό