Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zinc zincs

zinc (fr) αρσενικό

  1. (χημεία) το χημικό στοιχείο: ψευδάργυρος
  2. ο τσίγκος

Συγγενικά

επεξεργασία