Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσίγκος οι τσίγκοι
      γενική του τσίγκου των τσίγκων
    αιτιατική τον τσίγκο τους τσίγκους
     κλητική τσίγκε τσίγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσίγκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική zinco < γαλλική zinc < γερμανική Zink < μέση άνω γερμανική zinke < παλαιά άνω γερμανική zinko < πρωτογερμανική *tindaz (αιχμή, κορυφή) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(e)dont- (δόντι, προεξοχή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσίγκος αρσενικό

  1. ο ψευδάργυρος
  2. (συνεκδοχικά) λαμαρίνα από κράμα που περιέχει ψευδάργυρο ή έχει επικάλυψη ψευδαργύρου
  3. (παρωχημένο) σεντ εθνικού νομίσματος από φτηνό κράμα
  4. (τυπογραφία) τυπογραφική πλάκα που χρησιμοποιείται στις μεθόδους όφσετ η οποία παλαιότερα παρασκευάζονταν από ψευδάργυρο
  5. (τυπογραφία, κατ’ επέκταση) μονάδα χρέωσης τυπογραφικών εργασιών

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία