τσίγκινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσίγκινος < τσίγκος
Επίθετο επεξεργασία
τσίγκινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από τσίγκο
Εκφράσεις επεξεργασία
- δεν πήρα ούτε τσίγκινο μετάλλιο: δεν έλαβα καμία απολύτως διάκριση σε ένα διαγωνισμό