↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιγκογραφία οι τσιγκογραφίες
      γενική της τσιγκογραφίας των τσιγκογραφιών
    αιτιατική την τσιγκογραφία τις τσιγκογραφίες
     κλητική τσιγκογραφία τσιγκογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιγκογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zincographie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zincography[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική zincografia[2] < γερμανική Zink < πρωτογερμανική *tindaz + αρχαία ελληνική γράφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιγκογραφία θηλυκό

  1. (παρωχημένο, τυπογραφία) λιθογραφική διαδικασία εκτύπωσης που χρησιμοποιεί πλάκες ψευδαργύρου, πάνω στις οποίες σχεδιάζεται ή χαράσσεται η εικόνα, η οποία στη συνέχεια υγραίνεται και καλύπτεται με μελάνι, έτσι ώστε να μεταφερθεί σε χαρτί
  2. (παρωχημένο, τυπογραφία, κατ’ επέκταση) η εικόνα που έχει δημιουργηθεί μ’ αυτή την τεχνική

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 τσιγκογραφίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 2,0 2,1 τσιγκογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας