zincographie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
zincographie | zincographies |
zincographie (fr) θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη zinc
ενικός | πληθυντικός |
zincographie | zincographies |
zincographie (fr) θηλυκό