↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαμαρίνα οι λαμαρίνες
      γενική της λαμαρίνας των λαμαρινών
    αιτιατική τη λαμαρίνα τις λαμαρίνες
     κλητική λαμαρίνα λαμαρίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμαρίνα < βενετική lamarin[1] < υποκοριστικό του lamiera < lama < λατινική lamina

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαμαρίνα θηλυκό

  1. λεπτό φύλλο μετάλλου
  2. τετράγωνο ταψί που χρησιμοποιείται σε αρτοποιεία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία