Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατσαλολαμαρίνα οι ατσαλολαμαρίνες
      γενική της ατσαλολαμαρίνας των ατσαλολαμαρίνων
    αιτιατική την ατσαλολαμαρίνα τις ατσαλολαμαρίνες
     κλητική ατσαλολαμαρίνα ατσαλολαμαρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατσαλολαμαρίνα < ατσάλι + -ο- + λαμαρίνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατσαλολαμαρίνα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία