lama
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlama (en)
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lama | lamas |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlama (fr) αρσενικό
- λάμα, προβατοκάμηλος
- βουδιστής ιερέας στο Θιβέτ και στους Μογγόλους