Ουσιαστικό

επεξεργασία

lama (en)

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
lama lamas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lama (fr) αρσενικό

  1. λάμα, προβατοκάμηλος
  2. βουδιστής ιερέας στο Θιβέτ και στους Μογγόλους