προβατοκάμηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προβατοκάμηλος θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το λάμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προβατοκάμηλος
|