Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάμα οι λάμες
      γενική της λάμας των λαμών
    αιτιατική τη λάμα τις λάμες
     κλητική λάμα λάμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

λάμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lama < λατινική lamina
 
Λάμα μαχαιριού.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάμα θηλυκό

  1. το κοφτερό εξάρτημα εργαλείων, η λεπίδα
    ακονίζω τη λάμα του ξυραφιού
  2. μεταλλικό μακρόστενο έλασμα που χρησιμοποιείται συνήθως για να στηρίξει κάτι
    του στερέωσαν τη σπασμένη κνήμη με μία λάμα και βίδες

  Μεταφράσεις επεξεργασία



 

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

λάμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική lama < θιβετιανή བླ་མ་

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάμα αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



 

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

λάμα < αγγλική llama < ισπανική llama < κέτσουα llama

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάμα ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία