πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάμα οι λάμες
      γενική της λάμας των λαμών
    αιτιατική τη λάμα τις λάμες
     κλητική λάμα λάμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
λάμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lama < λατινική lamina
Λάμα μαχαιριού.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάμα θηλυκό

  1. το κοφτερό εξάρτημα εργαλείων, η λεπίδα
    ακονίζω τη λάμα του ξυραφιού
  2. μεταλλικό μακρόστενο έλασμα που χρησιμοποιείται συνήθως για να στηρίξει κάτι
    του στερέωσαν τη σπασμένη κνήμη με μία λάμα και βίδες

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάμα αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία 3

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάμα ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία