Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θιβετιανός η θιβετιανή το θιβετιανό
      γενική του θιβετιανού της θιβετιανής του θιβετιανού
    αιτιατική τον θιβετιανό τη θιβετιανή το θιβετιανό
     κλητική θιβετιανέ θιβετιανή θιβετιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θιβετιανοί οι θιβετιανές τα θιβετιανά
      γενική των θιβετιανών των θιβετιανών των θιβετιανών
    αιτιατική τους θιβετιανούς τις θιβετιανές τα θιβετιανά
     κλητική θιβετιανοί θιβετιανές θιβετιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θιβετιανός < Θιβέτ + -ιανός

  Επίθετο επεξεργασία

θιβετιανός

  Μεταφράσεις επεξεργασία