Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θιβετιανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θιβετιαν
ός
η
θιβετιαν
ή
το
θιβετιαν
ό
γενική
του
θιβετιαν
ού
της
θιβετιαν
ής
του
θιβετιαν
ού
αιτιατική
τον
θιβετιαν
ό
τη
θιβετιαν
ή
το
θιβετιαν
ό
κλητική
θιβετιαν
έ
θιβετιαν
ή
θιβετιαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θιβετιαν
οί
οι
θιβετιαν
ές
τα
θιβετιαν
ά
γενική
των
θιβετιαν
ών
των
θιβετιαν
ών
των
θιβετιαν
ών
αιτιατική
τους
θιβετιαν
ούς
τις
θιβετιαν
ές
τα
θιβετιαν
ά
κλητική
θιβετιαν
οί
θιβετιαν
ές
θιβετιαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θιβετιανός
<
Θιβέτ
+
-ιανός
Επίθετο
επεξεργασία
θιβετιανός
που έχει
σχέση
με το
Θιβέτ
ή τους
Θιβετιανούς
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θιβετιανός