βουδισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βουδισμός | οι | βουδισμοί |
γενική | του | βουδισμού | των | βουδισμών |
αιτιατική | τον | βουδισμό | τους | βουδισμούς |
κλητική | βουδισμέ | βουδισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βουδισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική bouddhisme.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε Βούδ(ας) + -ισμός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /vu.ðiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐δι‐σμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βουδισμός αρσενικό
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη Βούδας
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- βουδισμός στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βουδισμός
Επεξεργασία
- ↑ «βουδισμός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.