πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουδισμός οι βουδισμοί
      γενική του βουδισμού των βουδισμών
    αιτιατική τον βουδισμό τους βουδισμούς
     κλητική βουδισμέ βουδισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βουδισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική bouddhisme.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε Βούδ(ας) + -ισμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία